σκουτέριος

σκουτέριος
ο, ΝΜΑ
ο σκουτάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. τού σκουτάριος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • SCUTARIUS — Iul. Firmico l. 4. c. 14. armiger: in Glossis Graeco Latin. Α᾿σπιδοποιὸς, i. e. scutorum artifex: in aliis: ἀξίωμα ςτρατιωτικὸν est, φέρον (subintellige θυρεὸν) Certe inter Palatinas Scholas mentio est non semel apud Scriptores, Scutariorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σκουτάριος — ο, ΝΜΑ (στο Βυζ.) 1. στρατιώτης που έφερε σκουτάρι, ασπιδοφόρος 2. ασπιδοφόρος οπλίτης τής ιδιαίτερης σωματοφυλακής τού αυτοκράτορα 3. αξιωματούχος τής Αυλής που κρατούσε το σκουτάρι τού αυτοκράτορα 4. ο εργαζόμενος στα εργαστήρια κατασκευής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”